![]() |
Η Μυκηναϊκή
Νεκρόπολη της Αγίας Τριάδας
|
![]() |
![]() |
ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα και έφθασε στη μέγιστη ακμή του κατά τη λεγόμενη Υστεροελλαδική εποχή, από το 16ο έως και το 13ο αιώνα π.Χ., είναι σήμερα γνωστός με τη συμβατική ονομασία Μυκηναϊκός Πολιτισμός, ονομασία που επινόησαν οι αρχαιολόγοι από το σημαντικότερο κέντρο της εποχής, τις Μυκήνες στην Αργολίδα. Άλλα Μυκηναϊκά κέντρα: Θήβα - Πύλος - Τίρυνθα - Ολυμπία. Στις Μυκήνες, Τίρυνθα και Ορχομενό τις ανασκαφές έκανε ο Ερρίκος Σλήμαν. Στην Πύλο, ο Μπλέγκεν. Μυκήνες - Θήβα αποτελούν και τους πυρήνες γύρω από τους οποίους πλέχτηκαν οι περισσότεροι και σημαντικότεροι μυθολογικοί κύκλοι. Ο Μυκηναϊκός, υπήρξε υψηλός πολιτισμός με αστική και ανακτορική οργάνωση και με κύρια χαρακτηριστικά τη μνημειώδη τέχνη και τη γραφή (Γραμμική Β' - συλλαβική γραφή - την αποκρυπτογράφησε ο Άγγλος αρχιτέκτονας Μίκαελ Βέντρις).
Κατά τις δυο πρώτες περιόδους της Υστεροελλαδικής εποχής (1600 - 1250 π.Χ.) παράλληλα με τους κάθετους λακκοειδείς τάφους, αναπτύχθηκαν δυο άλλοι βασικοί τύποι, οι θολωτοί και οι θαλαμωτοί. Οι τύποι αυτοί παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες: Χρησιμοποιήθηκαν ως οικογενειακοί τάφοι για μεγάλα διαστήματα. Είναι υπόγειοι - υπάρχουν όμως και θολωτοί υπέργειοι- σκαλισμένοι στο φυσικό πέτρωμα. Έχουν νεκρικό θάλαμο και δρόμο. Οι νεκροί θάβονταν είτε σε απλούς λάκκους ανοιγμένους στο δάπεδο των τάφων είτε πάνω στο ίδιο το δάπεδο. Η βασική διαφορά τους σημειώνεται στον τρόπο κατασκευής: Τα τοιχώματα του ταφικού θαλάμου και του δρόμου στο θολωτό είναι κτισμένα με κανονικούς λίθους και η είσοδός του στέφεται με ανακουφιστικό τρίγωνο (που η κατασκευή του δηλαδή στοχεύει στην ελάφρυνση του βάρους), που συχνά έχει ανάγλυφη διακόσμηση. Υπάρχουν όμως και θαλαμωτοί τάφοι με επενδεδυμένα τα τοιχώματα του δρόμου, έτσι ώστε να συγκρατούνται τα χώματα.
Στη ΒΑ Ηλεία μεταξύ των χωρών Πανόπουλου και Αγίας Τριάδας βρίσκεται η περιοχή που ονομάζεται Παλιομπουκουβίνα, όπου εντοπίστηκε και ερευνήθηκε από τη Ζ' Εφορεία Αρχαιοτήτων - η Ολυμπία Βικάτου υπεύθυνη της ανασκαφής - μία μεγάλη Μυκηναϊκή νεκρόπολη, η οποία απέδωσε σημαντικότατα ευρήματα. Πρόκειται για νεκροταφείο που αποτελείται από 50 θαλαμωτούς τάφους. Οι ταφές πραγματοποιούνταν μέσα στον ταφικό θάλαμο. Τοποθετούσαν τους νεκρούς απευθείας στο δάπεδο του θαλάμου, σε ύπτια θέση ή ελαφρώς συνεσταλμένους στο πλάι ή με τα πόδια λυγισμένα. Τα χέρια συνήθως κατά μήκος του σώματος ή σταυρωμένα στην κοιλιά ή στο στήθος. Τον νεκρό συνόδευαν τα κτερίσματα, μέρος δηλαδή της προσωπικής του ιδιοκτησίας όσο ζούσε, ενδύματα, καθώς και εργαλεία του επαγγέλματός του. Όλα αυτά δείχνουν την πίστη για την μετά θάνατον ζωή. Μετά την ταφή οι συγγενείς έκαναν σπονδές και στη συνέχεια έσπαζαν τους κύλικες (ποτήρια). Όστρακα από κύλικες βρέθηκαν ανάμεσα στα χώματα. Σε ορισμένους τάφους βρέθηκαν ίχνη θυσίας σκύλων ή αλόγων (πιστών φίλων του ανθρώπου). Μετά την απόθεση του νεκρού έκλειναν την είσοδο με ξερολιθιά και γέμιζαν το δρόμο με χώμα. Αυτό σημαίνει ότι οι τάφοι δεν ήταν ορατοί. Προφανώς θα υπήρχε ειδική σήμανση από απλούς λίθους ή πασάλους ώστε όταν επρόκειτο να γίνει νέα ταφή, να εύρισκαν την είσοδο του τάφου, οπότε αφαιρούσαν τα χώματα και την ξερολιθιά και πραγματοποιούσαν τη νέα ταφή. Μερικές φορές άναβαν και φωτιά για απολύμανση της ατμόσφαιρας μέσα στον τάφο. Όταν δεν υπήρχε πλέον χώρος για νέα ταφή, συγκέντρωναν τα οστά από παλαιότερες ταφές σε λάκκους ή σε κόγχες στους τοίχους, αφαιρώντας πολλές φορές τα κτερίσματα.
Στους 50 περίπου τάφους της Αγίας Τριάδας βρέθηκαν πάνω από 500 σκελετοί μεγάλου ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος και πολλά σημαντικά ευρήματα. Ανάμεσά τους η μοναδική για τα μυκηναϊκά χρόνια ζωγραφική παράσταση του επικήδειου θρήνου πάνω σε όστρακα μεγάλου αγγείου (κρατήρα), όπου εικονίζεται ο νεκρός στο νεκροκρέβατο, περιβαλλόμενος από θρηνωδούς, ενώ κάτω από το νεκρικό κρεβάτι εικονίζεται ο σκύλος, ο πιστός σύντροφος του νεκρού. Άλλα σημαντικά ευρήματα είναι δύο οστέινες γραφίδες καθώς και μία μικρή λίθινη μήτρα κατασκευής δαχτυλιδιών, Τα τελευταία είναι εργαλεία που δηλώνουν το είδος του επαγγέλματος των νεκρών. Η νεκρόπολη χρησιμοποιήθηκε από το 1400 π.Χ. έως το 1000 π.Χ., χωρίς
να έχει επηρεασθεί από την κατάρρευση των μεγάλων ανακτόρων (1180
π.Χ.). Ξαναχρησιμοποιήθηκε και κατά την ελληνιστική περίοδο τον 4ο
και 3ο αιώνα π.Χ.. Δείγματα αυτής της χρήσης είναι οι λακκοειδείς
τάφοι που βρέθηκαν επιφανειακά. Πολύ αργότερα, τον 7ο μ.Χ. αιώνα χρησιμοποιείται
και πάλι ως τόπος ταφής. Πάνω από τους θαλαμωτούς τάφους βρέθηκαν
χριστιανικοί, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες των γερόντων της περιοχής,
εκεί κοντά υπήρχε το χωριό Μπουκοβίνα, οι κάτοικοι του οποίου έφτιαξαν
τους δικούς τους τάφους πάνω από τους αρχαίους. |
![]() |
![]() |